πηδημάτων

πηδημάτων
πήδημα
leap
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”